σταλαγμός

σταλαγμός
σταλαγμός
dropping
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σταλαγμός — ο, ΝΜΑ, και σταλαχμός και σταλαμός Ν [σταλάσσω] το να σταλάζει νερό ή άλλο υγρό, το να πέφτει σταγόνα σταγόνα (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ. θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», Αριστοτ. γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων …   Dictionary of Greek

  • σταλαγμός — ο στάλαγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταλαγμοῖς — σταλαγμός dropping masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλαγμοί — σταλαγμός dropping masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλαγμοῦ — σταλαγμός dropping masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλαγμούς — σταλαγμός dropping masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλαγμῶν — σταλαγμός dropping masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλαγμῷ — σταλαγμός dropping masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλαγμόν — σταλαγμός dropping masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Stalagtiten — Stalaktit und Stalagmit (englische Bildbeschriftung) Stalaktite in der Treak Cliff Cavern (Derbyshire in England) …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”